обвыкать - ορισμός. Τι είναι το обвыкать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι обвыкать - ορισμός


обвыкать      
ОБВЫК'АТЬ, обвыкаю, обвыкаешь (·прост. ). ·несовер. к обвыкнуть
.
обвыкать      
несов. неперех. разг.-сниж.
Привыкать, осваиваться.
обвыкать      
ОБВЫКАТЬ, обвыкнуть, обыкать, приобыкать, привыкать; свыкаться. Обвыкнешь, так и в аду ничего. Обвыкают, к чему непривычному, противному; обыкают или навыкают к делу, к новой работе, порядку, не к худому. Говорят также обвыкаться, обвыкнуться. Он обвыкается помаленьку с нами. Доморощенный волчонок обвык на дворе, обвыкся с людьми, с собаками. Обвыканье, обвык, обвычка; привычка, обык, навык, обычай.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обвыкать
1. Роману пришлось обвыкать в "Москве", которая слезам не верит, самостоятельно, поскольку ждать помощи со стороны щепетильного тренера не приходилось.
Τι είναι обвыкать - ορισμός